• Ζαμακώνω 

    Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)
    Ερμηνεία: κτυπώ πονετικά, γεματίζω με το κτύπημα, λέγεται και ζεματίζω: “του 'δωκε μια, τονέ ζαμάκωσε (ή τονέ ζεμάτ'σε)