Πλοήγηση ανά Λήμμα "δουλεύω"
Αποτελέσματα 1-20 από 373
-
Αδ δεδ δουλέψης μισταρκός εν τρώεις σαν αφέντης
(1953)Δια να επιτύχωμεν πρέπει προηγουμένως να κοπιάσωμεν. Μισταρκός = υπηρέτης -
Αδά 'ς σ' εμέτερα που έρται θέλ' κι θέλ' θα δουλεύ' για να τρώη
(1929)Όποιος έρθη εδώ 'ς τα δικά μας θέλει δε θέλει θα δουλεύη για να φάγη -
Αλογάντ' εκάτσαν κ' οι γαϊδουράντ' εδούλεψαν
(1929)Κάθησαν κάτω οι καβαλλάρηδες και δούλεψαν οι γαϊδουριάρηδες. Σαντ. Επί ανθρώπων άσημων ευδοκιμούντων καλύτερον άλλων -
Απόδ δουλέψει μισταρκός εγ γίνεται αφέντης
(1951)Όποιος δεν δουλέψη υπάλληλος δεν γίνεται αφεντικό -
Απού δουλεύγει, δεν πεινά, με χωρίς μοίρα δεν πλουτά
(1908)Ότι η Αλβιάτης εξαρτάται εκ της ειμαρμένης -
Απού ουλεύγει καλά τσαί πιστά τρώει μισή τσαρδέλλα
(1935)Ο παρέχων τας καλύτερας υπηρεσίας συνήθως παραγνωρίζεται