Πλοήγηση ανά Λήμμα "γυαλίζω"
Αποτελέσματα 1-12 από 12
-
Ας γυαλίση κι ας μην κόψη
(1876) -
Γυαλίζει μα δε δανείζει
(1889)Επί των ωραίων μεν γυναικών, αλλά μη υποχωρουσών εις τους των άλλων προκλήσεις -
Γυαλίζει, μα δεν δανείζει
(1882)Λέγεται ως απαντούντος όταν τις ερωτήση : ''γυαλίζει η γειτόνισσά σου ;''. Είναι ωραία -
Ό,τι γυαλίζει δεν είναι διαμάντι !
(1910)