• Εγρίβωσε κι επόμεινε 

    Βαμβακίδης, Ι. (1940)
    Χαμογέλασε διάπλατα κι απόμεινε. Παρατσατικό του τρόπου, γεμάτο γαλήνη, με τον οποίο ξεψυχούν μερικοί