Πλοήγηση ανά Λήμμα "γριά"
Αποτελέσματα 1-20 από 486
- 
Άμα έπαθεν η ρκά τηδ δουλειάν έμπην τζι' ερουμανίστην 
(1951)Αμά η γρηά έπαθε την δουλειάν μπήκε μέσα στο σπίτι της κι έβαλε τον σύρτην. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι εκ των υστέρων συναιτίζοντας και κάνουν όσα έπρεπε να κάνουν - 
Άμαν το 'παθεν η ρκά, έβαλεν τζιαί ρομανίσιν 
(1953)Ερμηνεία: Πρέπει να είναι κανείς προνοητικός, παθθαίνω= πάσχω, ρκα (η)= γριά, ρομανίσιν (το)= σύρτης - 
Αγνάντεψε η Γριά με τη μπόλια 
(1927)Ερμηνεία: Λέγεται επί ατυχημάτων. Καλά πάϊαν τα πράματα, αλλά γλέπης αγνάτεψε η γρία με την μπόλια - 
Αγνάντεψε η Γριά με τη μπόλια 
(1925)Παροιμ. Η γριά με την μπόλια ή κακή τύχη τον κατετρέξιν λη τύχη - 
Αν κρύβ' η νεια τσου χρόνος της να παντρευτή το κάνει, κι αν ει τσου κρύβη κ' η γρηά το κά' να μην πεθάνη 
(1876)Ερμηνεία: φοβάται - 
Αντάν εγαμήθην η ρκά, έβαλεν τζαί παραμάνταλον 
(1940)Επί των λαμβανόντων υπερβολιτιάς προφυλάξεις κατόπιν όμως εορτής - 
Απής η γρα γαστρώθηκε εσφιχτομανταλώθηκε 
(1920)εσφιχτομανταλώθηκε= εκλείσθη μέσα στερεά, (αφανής) διά του σύρτου 
