• Δεν ξέρου που το 'χου του γρέκ' σήμερα 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1922)
    Ερμηνεία: Είμαι (ήμουν) συσκοτισμένος, γρέκ'= ο τόπος της διαμονής ζώων και μεταφορικώς ανθρώπων, (τύπου λύπ' έχου)
  • Το 'καμις γρέκ' 

    Ντεγιάννης, Γ. (1931)
    Δηλαδή δεν πας κι αλλού, όλο δω βρίσκεσαι, γρέκι (το)= μέρος, που διανυκτερεύει το κοπάδι, όχι το μαντρί
  • Το' ρηξε γρέκι 

    Ρέκας, Β. Δ.
    Ερμηνεία: Εστάθμευσε, σημείωση: γρέκι= τόπος όπου διανυκτερεύουν τα πρόβατα περιφραγμένος