Πλοήγηση ανά Λήμμα "γδέρνω"
Αποτελέσματα 1-20 από 35
-
Α σε γδάρ' ζωντανό
Φοβέρισμα για κείνους που δανείζονται. Το γδάρσιμο ζωντανού είναι πολύ οδυνηρό, όπως του μυθολογικού Μαρσία -
Α, ναν το σφάξω κι απε συ γδάρ' το!
(1958) -
Άσε ναν το σφάξω κι απε το γδέρνεις
(1958) -
Ανάθεμά τον που σε και δεν σε γδέρνει
(1892)Ερμηνέια: Ότι του κακού δεν πρέπει να κολακεύη τις, αλλά μάλλον να τα καταστρέφη -
Δε γδέρ'ν μι του στιρνάρ' γδέρ'ν μι του βαμbάκ' (σήμιρα)
(1915)Επί της οικονομικής αφαιμάξεως δια μειλιχίων μεθόδων εκ μέρους των συγχρόνων εμπόρων ιδία, δε των αισχροκερδών ιατρών -
Εγdαρέν τον ζωντανόν
(1940)Επί των τοκογλύφων που είναι άπληστοι και επί των σκληρώς μεταχειριζομένους τινά -
Όπκοιος δε γξέρει να γδάροι, χάνει κι τα κριάς, χάνει και το τομάρι
(1934)Επί των επιδιδομένων εις έργα, τα οποία αγνοούν και δια τούτο χάνουν ου μόνον τα αναμενόμενα κέρδη και τα κεφάλαια και τους κόπους αυτών