Browsing by Lemma "βάλλω (βάνω)"
Now showing items 1-3 of 3
-
Ήβαλές με κι ήβγαλά σε
(1963)Λέγεται επί αγνωμοσύνης, που καταλήγει σε παραγκωνισμό του ευεργετήσαντος -
Στη 'ομαριάστρα βάνεις, βάνεις και στη στράτα πορδοκλάνεις
(1963)Ομαριάστρα=το μέρος, που δένουν το 'ομάρι.