Πλοήγηση ανά Λήμμα "Τουρκεύω"
Αποτελέσματα 1-16 από 16
-
Αν τουρκέψω, να γίνω αγάς κι όχι καμηλάρης
(1956)Για ένα που τον αναγκάζουν να κάνη κάτι που η συνείδησή του δεν το θέλει χωρίς να τον ικανοποιούν αναλόγων, για να έχη τουλάχιστον αυτήν την δικαιολογία. -
Αυτή η γυναίκα τούρκεψε
(1929)Ητιμάσθη υπό των Τούρκων. Πρβλ. "Αυτό Τούρκεψε" Αυτό εκυριεύθη και κατεκτήθη υπ' άλλου -
Αυτό τούρκεψε
(1953)Αυτό εκυριεύθη και κατεκτήθη υπ' άλλου. Αλλά η φράσις: "Αυτή η γυναίκα τούρκεψε", σημαίνει ότι ητιμάσθη υπό των Τουρκων -
Αυτό τούρκεψε
(1929)Αυτό εκυριεύθη και κατεκτήθη υπ' άλλου. Αλλά η φράσις: Αυτή η γυναίκα τούρκεψε σημαίνει ότι ητιμάσθη υπό των Τούρκων. -
-Γιατί τούρκεψες Γανίτ; -Έτς θα πάι φέτο.
(1941)Επί των προσπαθούντων να δικαιολογήσουν τ' αδικαιολόγητα ή μη θελόντων να ομολογήσουν την αληθή αιτίαν της διαγωγής των. -
Γιατί τούρκεψες, παιδί μ';
(1965) -
Ένα εβαπτίζαμε, πέντε δέκα τούρκευαν
(1953) -
Ετούρκεψε
(1923)Περί του ποτηρίου, το οποίον έσπασε και του δανείου, το οποίον εχάθη δια την αφερεγγυότητα του οφειλέτου εν Σάμω. -
Μ' ευτάς με και τουρκίζω
(1929)Μη με κάνης και τουρκεύω. Κοτ. προς τον λίαν οχληρόν. Εκ μεταφοράς του αναγκαστικού εξισλαμισμού τω Χριστιανών προς αποφυγήν των βασάνων. -
Ο βοσκός σαν ξεβοσκίση, αλλοίμονον στους βοσκούς κι ο Χριστός σαν τουρκέψη, αλλοίμονον στους Χριστιανούς
(1876)δια τους Τουρκοκρήτας