Browsing by Lemma "Λάζαρος"
Now showing items 1-18 of 18
-
Αγέλαστος Λάζαρος
(1891) -
Αγέλαστος Λάζαρος
(1876) -
Αποκερωμένος σαν τον Λάζαρον
(1876) -
Είναι δραγκαλωμένος σα Λάζαρος από τη ντιαίτα
(1915)Σημείωση: Δραγκαλώνω = πάσχω συστολήν του στομάχου και της κοιλίας εξ αιτίας μακράς ασιτίας, γίνομαι ισχνός, μαραίνομαι επειδή δεν τρώγω -
Λάζαρε, δεύρο έξω
(1876) -
Μπρος στη φ'νή τσ' ο Λάζαρος
(1943) -
Ο αγέλαστος Λάζαρος
(1876)Ανέκδοτο: Ότι τοσαύτα είδεν εν Άδη, ώστε ουδέποτ' εγέλασεν, μόνο ιδών τινα κλέπτοντα χώμα εξ αγρού (εγέλασε) και είπε: “Το χώμα κλέπτει το χώμα” -
Σαν το Λάζαρο
(1942)Για κάποιον που φανερώνεται ύστερα από πολύν καιρό, τόσο που τον είχαμε ξεχάσει αν ζεί ή πέθανε, κ' που είναι αδυνατισμένος -
Σταυροζωσμένος Λάζαρος
(1876) -
Στη φωνή κι' ο Λάζαρος
(1886)Ερμηνεία: Επί του παρουσιαζομένου, καθ' ην στιγμήν περί αυτού γίνεται λόγος