• Δέν το κόβει το δόντι σου 

    Χρυσαειδής, Δ. (1920)
    Είσαι ανίκανος να καταλάβης εν αξίωμα, θέσιν κ.τ.λ.
  • Έχει δόντι 

    Χρυσαειδής, Δ. (1920)
    Ερμηνεία: Έχει δύναμη χρηματική και σωματική
  • Θά μουδιάση το δόντι σου 

    Χρυσαειδής, Δ. (1920)
    Θά υποφέρης στενοχωρίαν είς μίαν επιχείρησιν
  • Σφίξε τα δόντια σου 

    Χρυσαειδής, Δ. (1920)
    Πρόσεχε είς την διαδικασίαν, την οποίαν ήνοιξες με κάποιον άλλον να τον κερδίσης. Εις μικρά παιδιά μεταχειριζομένη η λ. Σημαίνει βάλε τα δυνατά σου να μή σε υπερτερήση ο άλλος
  • Του τριξε τα δόντια 

    Χρυσαειδής, Δ. (1920)
    Τον απείλησε