Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άμαντος, Κωνσταντίνος"
-
Βλεπουμενος (=βλέπων) που το πουλεί στραβός που τ' αγοράζει, να ριχτή τ' άσπρα αμέτρητα, να μην τα λογαριάζη
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926) -
Γεραγίδα ή (Καρδ) και νεραγίδα. Νηρηϊς 2) η άσχημη γυναίκα. Καρδ= τα Καρδάμυλα
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926) -
Γοργόνα η ''είναι μια γοργόνα''= ωραία ως η Γοργώ!
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926) -
Εβ βγαίννει το παννί καββάδι
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926)Καββάδι το = Παλαιό φουστάνι μονοκόμματο (όχι μεσοφούστανο) -
Καλομοίρες νηρηΐδες
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926) -
Σ' του καλόμοιρου τη μοίρα να βρεθή και το τορνέσι
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926)Τορνέσι το = το όνομα του παλαιού τούτου νομίσματος εσώθη εις Καρδ. εις στερεότυπον ευχήν λεγομένην κατά την κοπήν της βασιλόπιττας -
Σαββατιανός βορρεάς τη Δευτέρα μασκαράς
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926)Επίθετο ο του Σαββάτου, ο γεννηθείς το Σάββατον. Ο Σαββατιανός άνθρωπος βασκαίνει πολύ -
Σαν κάμη ο Μάρτις δυό νερά κι' Απρίλις άλλο ένα, θα δης κουντούρες σαν παιδιά, και πίττες σαν αλώνια
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1926)Κουντούρα = η βότρυς, η κουρβούλα, υπόδημα παλαιόν κοντόν του οποίου η χρήσις βαθμηδόν εκλείπει. Ίσως έντευθεν ελήφθη το τουρκ. Kundur το οποίον εσχέτισαν προς το ιτ. Coturno (βλ. Meyer, Turkische Studien 1, 53)