• Ας τροχίση τα δόντια 

    Φιλιππακόπουλος, Π. (1920)
    Ερμηνεία: Όταν θέλη να κάμη μιάν εργασίαν την οποίαν ο άλλος θεωρεί αδύνατον
  • Δόντι μπακιρόνω 

    Φιλιππακόπουλος, Π. (1920)
    Ερμηνεία: Λέγεται παρ' ενός είς τον άλλον ώς αστείον όταν ακούη αυτόν να κατηγορή τρίτον πρόσωπον
  • Έχει δόντι 

    Φιλιππακόπουλος, Π. (1920)
    Ερμηνεία: Έχει έταιρον πρόσωπον ισχυρόν στά του οποίου δύναται να κάμη ότι θέλει
  • Τον πονεί το δόντι 

    Φιλιππακόπουλος, Π. (1920)
    Αγαπά
  • Του έτριζε τα δόντια 

    Φιλιππακόπουλος, Π. (1920)