Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Καλαβρός, Μιχαήλ"
-
Όπου τάβλα και μαντήλι και καλώς το Κύρ Βασίλη
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Όπου το μικρομάθει εν το εροντοξεχάννει
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)Ότι μάθη τη από μικράς ηλικίας, δεν το λησμονεί μέχρι γήρατος -
Όπως βλέπεις το καρτέφτη, τσά σε βλέπει
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Όψος ξογκιάζει εκατό κ' εσ' έσοδα ξερζάντα στη φυκακή το βάλλουσι και εν ηξέρει γιάντα
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)Όποιος εξοδεύει εκατό και έχει έσοδα τριάκοντα τον ρίπτουν εις τας φυλακάς και δεν ειξεύρει διατί -
Όψος στη Λέρο παντρευτή, ποτθές ε καλοποίει πάλι στη Κάλυμνο θαρτή να βρη ψωμί να φάη
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Οι ζκυό τον ένα ζέρνουν το, και οι τρείς καταπονούντο
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Οι Ρωμηοί συμφωνού μόνο στο κατουρημα
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Ολί' σ' το ζέρνου δεκοκτώ και ε το ξέρν' ο νους του
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)Αλλοίμονον εις όποιον τον δέρνουν 18 και δεν τον δέρνει ο νους του -
Ούλοι οι άλλοι μνιά 'εννιά
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Ούτος έσει στη μαύρη θάλασσα καράβι, στη Κω
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)Γυναίκα, στη Ρόδο περιβόλι, να πάη να πιή -
Πάω κ' εγώ μάνα μου με τα μπάλα καράβγα. - ναι, γυιέ μου, μα πάεις ή πά σε;
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)Πήγαινω και εγώ μητέρα μου με τα μεγάλα καράβια. - ναι, υιέ μου, όμως πηγαίνεις ή σε πηγαίνουσι; -
Παιΐ που θέλει να δαρτή παίζει με την μάνα του
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Παρά να κλάψ' η μάνα, κάλλια να κλάψη το παιΐ
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Πέ μου πού πού βαστά η σκούφσα σού νά σού πώ ψός είσαι
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Πέ μου ψούς ομίεις νά σού πώ ψός είσαι
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)Είπε μου τίνας συναναστρέφεσαι νά σού ειπώ ποιός είσαι -
Πο πώξω από το χορό πολλά τραούγκια ξέρω
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Ποπανωτού του νοικοκυρού πολλές ξυλιές του πρέπουν
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Που ζήσει μεταζώνεται
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894) -
Που νεκατώνεται με τα πίτθερα, οι σκρόφες θα το φάοι
Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)