Πλοήγηση ανά Λήμμα "θωρώ"
Αποτελέσματα 84-95 από 95
-
Τον καλγιαννίτση θωρούν τον κόκκινος και θαρρούν όλο άλειμμα ένι
(1931)Καλγιαννίτσης, πτηνόν μικρότατον έχον ουράν κοκκίνην. Ινεπ. Επί των αποβλεπόντων μόνο εις την εξωτερικήν λαμπράν όψιν των πραγμάτων, η οποία πολλάκις είναι απατηλή -
Τον όφι θωρεί και των βολοσερμαντέν του γυρέβγει
(1920)Βωλοσερματέ=το σημείον όπερ αφήνει κατά γης ο όφις συρόμενος (βαδίζων) -
Ώστε να θωρή ξ παπάς βλογά
(1908) -
Ως σε θωρούνε, σε γράφουνε
(1949)