Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κυριαζής, Νίκος Γ."
-
Δός μου τόβ βίλλοσ σου να γαμήσω τήγ γαάραν, γιατί τόδ δικό μου ξημαρίζωτον
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Γαάραν ή γαδάραν -
Δός μου τσάπαν εις την ρίζαν, να σου γεμώσω τήγ καφίζαν
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Δός μου, τζυρά, τον άντρα σου τζ' εσού άμε γυρευκ' άλλον
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Διά τους αναιδώς προσπαθούντας να οικειοποιηθώσι ξένα αγαθά και τους καρπούς της προσπαθείας των άλλων -
Δός μου, τζυρά, τον άντρασ σου τζαι πκιάσ εσού τόγ κόπανον
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Δόσ' του μασαιρκού γροθκιά
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Δοξάζω τον αφέντημ μου τον δεύτερον τον τρίτον, τέσσερα δάχτυλα πουττίν τον άθθρωπον κανεί τον
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ερμηνεία: Επί των απλήστων, που αχόρταγοι, θέλουσι να κατακτήσωσι κάθε αγαθόν -
Δος του αθθρώπου εξουσίαν, για μέθυσ' τον, να μάθης την γνώμην του
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Σκοτισμένοι την διάνοιαν από τον οίνον ή την εξουσίαν μένομεν άνευ προσωπίδος και φανερούται ο χαρακτήρ μας -
Δος του ρουθουνιού σ' αέραν
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Εσπευσμένη φυγή προκαλεί ταχείαν την αναπνοήν -
Δούλεψε να φάς, τζαί κλέψε νάσης
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Αν είμεθα εργατικοί και αποταμιεύομεν όχι μόνον θα εξασφαλίσωμεν το παρόν αλλά και το μέλλον. Το κλέψε, με την σημασίαν του φύλαξε -
Δουλειά πόν αρτσεύκεται, ποττέ της εν τελειώνει
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Η αναβλητικότης δεν είναι συντελεστική διά την αποπεράτωσιν των υποθέσεων -
Δουλειά της Λαμπρής, ελ λαμπρόν τζ' αφταίνει
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Η κατά τόσον επίσημον ημέραν εργασία, θεωρείται πολύ μεγάλον αμάρτημα -
Δουλειά της Τζερκατζής, ξάρκημα της Δευτέρας
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Είτε δια την αμαρτίαν είτε διότι εργασία εις ημέραν αναπαύσεως γενομένη αμελώς και απροσέκτως παρίσταται ανάγκη να επιδιορθωθή -
Δουλεύκει σαν τομ μαύρον, τζαί τρώει σαν τον αφέντην
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Μαύρος είναι ο σκλάβος. Ο ευσυνείδητως δουλεύων πρέπει να τρέφεται καλώς -
Δουλεύκει σαν τοσ σκλάβον, τζαί τρώει σαν τον αφέντην
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Δουλεύκει σαν τοσ σσύλλον
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Λέγεται επί των ικανοποιητικώς αλλά και έμπιστης εργαζομένων -
Δουλεύκει σαν τοσ σσύλλον τζαί τρώει σαν τον αφέντην
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Εργάζεται μεν σκληρά, τρέφεται όμως καλώς -
Δουλεύκουν οι μανικωμένοι για τους αμανίκωτους
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Οι εργαζόμενοι δια να μη ενοχλώνται οι βραχίονες των από ζωύφια ήσαν μανικωμένοι. (Μανικόνομαι = εργάζομαι έχων χειρίδας) Δια τους οκνηρούς που σπαταλώσι την πατρικήν κληρονομιάν των. -
Δουλεύκω σασ σκλάβος, τρώω σαν αφέντης
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)