Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κυριαζής, Νίκος Γ."
-
Βλέπεις που τον άδηφ φώς;
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Βλέπου που τες γλώσσες τες κατζιές
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Δια την εκ της δυσφημίας ηθικήν ζημίαν -
Βλέπου του φίλου σου ποττέ μεμ πης το μυστικόσ σου φίλος του φίλου θα το πη, τζ' είναι κακόδ δικόσ σου
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Την επιτυχίαν του επιδιωκομένου εξασφαλίζει η εχεμύθια -
Βούδιμ που τηβ βουδαδκιά σου, τζαι παιδίμ που τηγ καρκιάσ σου
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Βούδιμ που τηβ βουδελιάσ σου, τζαι παιδίμ που την τζοιλιάσ σου
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Βούννου βούννου, δουλαππάτζιμ μου, να κάμης την όντζιάς σου, να φας την καυκαλιάς σου βρε λοϊζή που είσαι τζαί γυρίζεις, τζ΄εν έρκεσαι να φας όρνιθα με το ρίζι!
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ερμηνεία: Τας φωνάς της ακούσας ο Λοϊζής, ελθών κοντά της, είδε τον τρίμματον, και τον συνέλαβε. Εις τον Πεδουλάν υπάρχει τοποθεσία Τρίμματος την περί του οποίου παράδοσιν -
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ... -
Βούννου, βούννου, βρε λοή
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940) -
Βούρα θκειέ Κκαντη τζ΄ έμπέηκεν τζ' εν ι – βκαίνει
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ερμηνεία: Όταν συναντώμεν δυσκολίας και η βοήθεια άλλων είναι απαραίτητος. Προήλθεν εκ του ό,τι μιάς παλαβής το χοιρούδιν εδοκίμασεν να εξέλθη από το δωμάτιον, και έβαλε το κεφάλι του εις το άνοιγμα της πόρτας, χωρίς να ... -
Βούς δικός του, όπου θέλει δήννει τον
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ο έχων κάτι διαθέτει αυτό κατά βούλησιν μόνος ων υπεύθυνος -
Βούσ σέλλαν τζαί γάαρογ καμπούρην (ή: καουρόραχον)
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Οι τοιούτοι κρίνονται καλήτεροι -
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ... -
Βουλλωμένον κολοκούδιν, ξέρεις ειντάση μέσα;
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ερμηνεία: Του αγνώστου εις ημάς δεν γνωρίζομεν τον χαρακτήρα -
Βουνόμ με βουνόν εν ι – σμήγει
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ερμηνεία: Ο άνθρωπος δυνάμενος να μετακινηθή, δύναται κάποτε και να συναντηθή μετ΄ άλλου -
Βουρά παπά τζαί φτάνω σε, παρπάτα τζαί θωρώ σε
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ερμηνεία: Καθ΄ας περιπτώσεις επειγόμενοι να περατόσουμεν υποθέσεις μας επιφορτιζόμεθα και άλλας επειγούσας. Βουρώ = σπεύδω -
Βουρώ σαν τολ λαωμένον της Φραγκούς
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Δι' όσους πηγαινοέρχοντα εμφρόντιδες δι' επειγούσας υποθέσεις -
Βρέχεται ο βάτραχος;
Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)Ο βάτραχος είναι αμφίβιον ζώον. Ο εν ηθικώ βορβόρω ζων δεν βλάπτεται διαπράττων αξιόμεμπτόν τι ή αναστεφόμενος ανυπολήπτους