Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Σάκκαρης, Γεώργιος"
-
Όπγιους πνα για ν' αρχουdήν, μόν η πείνα θα τουν απουμείν'
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919) -
Όπγους έχ' αμπέλ' βάζ' αργάτις
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)Σημ. Παρομοία τη: “όποιος έχει τα γένεια...” -
Ούλα περνούν μι του τσιρό
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919) -
Ούλη μ' ηγ έννοια τ' ανdρού μ' τα γένεια
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)Περί πραγμάτων προς α τις είναι αδιάφορος -
Ουνειρεύγιγι τσι κλάνς, για σι φεύγιν τσι δε τς νοιώνς;
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)Προς τον πράττοντα ή λέγοντα ασυνειδήτως -
Παπά πιδί, διαβόλ' αgόνι
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919) -
Παστρικούλλα μαγειρεύγι, πατσαβούρα δε γυρεύγι
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)Ειρωνικώς περί γυναικός ακαθάρτου -
Πγιάσι τουν αξόλτου πάρε τα παπούτσα τ'
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)Ερμηνεία: Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος -
Πε αλεύρ'! - Αλεύρ'! - Η (ο) χ να σ' εύρ'
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)Αναφέρεται το όνομα αντιπάλου ή ενοχλητικού -
Πέ με πγιόν κουνουστίγς, νά σι πώ τί άθρουπους είσι
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)Κουνουστίγς = συναναναστρέφομαι, λέξη τουρκική -
Περασμένα ξεχασμένα
Σάκκαρης, Γεώργιος (1919)