Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Οικονομίδης, Δημήτριος Β."
-
Το σιγανό ή μουλωχτό ποτάμι να φοβάσι
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959) -
Το σπιτικό φίδι είναι το γούρι του σπιτιού και δεν πρέπει να το σκοτώσωμε. Εάν το σκοτώσωμε, τότε θα συμβή κακό στο σπίτι.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1961) -
Το τσάχαλο το βλέπ' ς τη γρεντιά δεν την βλέπεις
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959)Τσάχαλο=ξυλαράκι,αχεράκι. Γρέντια=δοκός -
Το φτωχό και το χωριάτ' ξένες έννοιες τον γεράζ'ν
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959) -
Το χωριό καιγεται κ' η π'τάνα λούζεται
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1961)Χρυσαυγή Στ. Διαμάντη, ετών 66, αγράμμ. -
Το χωριό καιονταν κ' η πουτάνα λούζονταν
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959) -
Τόν βάρισι κατακέφαλα
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959) -
Άγιος Νικόλαος
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959) -
Τον αράπη κι αν λευκάνης στον αέρα σπίτι φκειάνεις
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1955) -
Τον καιρό που χτίζονταν οι Άγιοι Πάντες (εκκλησία στον επάνω χωριό Μιχαλίτσι) αυτή την εποχή χτίζονταν και η Παναγία στο απέναντι Παλιοχώρι, που απέχει ως 1 ώρα δρόμο. Λέν οτι οι μαστόρ' πέταγαν από δώ τα σφυριά ή ότι άλλο εργαλείο τους χρειάζονταν και έφταναν μέχρι εκεί που δούλευαν οι άλλοι μαστόρ' στην Παναγία.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1959) -
Τον καιρό που χτίστηκε η εκκλησία στην “Γλυκή” η Παναγία, τις μαρμάρινες κολώνες, που σώζουνται σήμερ' ακόμη, τις φέρανε από την Κωνσταντινόπολη. Έδω ήτανε θάλασσα, ήτανε λίμνη, λίμνη που επικοινωνούσε με τη θάλασσα. Τις φέρανε με καΐκια, έτσι έχουν να πούν. (Γλυκή = Η κοινότης γράφεται “Κοινότης Γλύκής”).
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1958) -
Τον λύκο τον βλέπομε, τον ντορό χαλεύομε
Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1961)Χρυσαυγή Στ. Διαμάντη, ετών 66, αγράμμ.