Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ανθοπούλου, Θεοδοσία"
-
Περδικού ωβγά (πά πέρδικας)
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Λέγεται εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν δεν δύνανται να συγκεντρωθώσιν κατά την ωρισμένην ώραν εις κοινόν τραπέζι πάντα τα μέλη της οικογενείας, αλλά τρώγουσι τήδε κακείσε σποραδικώς ς΄ ακανονίστως -
Πήρεν το ας λυκού το στόμα
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938) -
Πουλιού το μελός βίρε σο κοκκί 'ναι
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Μελός = μυαλό, βίρε = πάντα, σο κοκκί = εις τους κόκκους -
Πουρ' να πεθάν', δώκαν και τα κόλφα τ'
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Πουρ' να πεθάν' = Προτου πεθάνη -
Σ΄ωβγό φον΄έρτη σο γκώλο τ΄αρατά θεδήρα
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Ερμηνεία: Όταν έρθη το αυγό εις τον κώλον του, αναζητεί μέρος. Επί των μη προνοητικών -
Σα σκατό έσυρεν λτερ
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Ερμηνεία: Επί των σοβαρών ανθρώπων, όταν έρχονται με τους καθ' όλα υποδεέστερους των και εξ επαγγέλματος ταραξίας, εις προστριβάς -
Σίμονα, πού να πας; Σαμπόλ. Ας τονα πας ναι πελλού
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Λέγεται δια τους βραδυκίνητους -
Σο γάμος με το κόσκινο να κουβαλέσω νερό
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Λέγεται ειρωνικώς προς τους νέους δια τας προσφερθείσας υπηρεσίας των -
Σο κεφάλητ' το δεν έχ μελός γυρίζ' ταγτάν ταγά
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Μελός = μυαλό, γυρίζ' ταγτάν ταγά = γυριζει τα βουνά -
Σο μύλο μαίν και τιρί βγαίν
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Μαίν = εμβαίνει, εισέρχεται εις τον μύλον, βγαίν = και ακέραιος βγαίνει -
Σό τσόσμε περπαίν σε και λιψασμένο φέρ σε
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Σό τσοσμέ = tchenchme, περπαίν σε = σε πηγαίνει στην βρύσι, και λιψασμένο = διψασμένον. Ομοία τη προηγουμένη -
Στη γή διάβολ' δε πώμαν ούλα σαρήλσαν σοί ανθρώπ'
Ανθοπούλου, Θεοδοσία (1938)Επί της γης δεν απέμειναν διάβολοι, όλοι εισήλθον (ενηγκαλίσθησαν) εις τους ανθρώπους. Λέγεται επί της εξαπλώσεως της κακίας και πονηρίας των ανθρώπων και της πί εκ τούτου ελλείψεως εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών