Πλοήγηση ανά Λήμμα "ένας"
Αποτελέσματα 532-551 από 555
-
Τό δέντρο μέ μιά τσεκουριά δέν κόβεται
Βλέπε αυτόθι Ομοίας: Βοημικών, Πολωνικών, Σερβικών, Γερμανικών, Γαλλικών, Ιταλικών -
Τό ένα έπεσε καί πλάκωσε τά δυό
(1935)Κατά που συνήθιζε νά λέη γιά τις ορμές του, σάν τύχαινε κανένας νά τονέ πειράξη, γιά τέτοιας λογής υποθέσεις -
Τό ξύλο δέν κόβγεται μέ μιά μαναρέ
(1920)Μαναρέ = η μετά τό κτύπημα τής μανάρας (τσικουριού ή μπαλτά) εγκοπή τού ξύλου -
Τό σιόπ καί τό σεκέρ έναν έχ
(1911) -
Τό σκιάδι δέν είναι 'ιά ΄να gαλοκαίρι
(1934)Επί οιουδήποτε πράγματος, τό οποίον πρέπει νά διατηρήται επ' αρκετόν -
Τού δέντρου μί νιά τσι' ριά δέν κόβιτι
(1926)Κάθε παραγωγικό αποτέλεσμα προαπαιτεί καταβολή πολλού μόχθου, όπως το δέντρο δέν κόβεται μέ μιά τσεκουριά (τσικ' ριά) -
Τού δέντρουν μί μιάν παλταδιάν δέν κόβγιτι
Ερμηνεία: Πάσα εργασία δέν εκτελείται διά μιάς αλλ' απαιτεί ενδελεχή υπομονήν καί επιμονήν -
Τού ένα φέρνει τ' άλλο
(1938) -
Τσί γένας καλό χουράφ', μά τσί γιάλλους καλό δριπάν'
(1902)Γένας... γι'αλλους = ο ένας... ο άλλος. Επί δύο εξ ίσου ισχυρογνωμόνων