Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 454-473 από 757
-
Σα 'μαν dα ποράδε 'μbρο, συ τζο πορείς να βgείς
(1951)Στα δικά μου ποδάρια μπροστά, συ δε μπορείς να βγείς -
Σα ξερά 'νάμεσα τσαίνdαι τσαι το χουωρά
(1951)Ερμηνεία: Μαζί με τους κακούς παθαίνουν κι οι καλοί -
Σά 'μbρό μου τό μέρο έν' dενίζι, σά πίσου μου τό μέρο έν' σοιρίδι. Πού 'ά υπάω;
(1951)Στό μπρός μου τό μέρος είναι θάλασσα, στό πίσω μου τό μέρος είναι αγριογούρουνο. Πού νά πάω; Όταν κανείς βρεθεί ανάμεσα σε δυό κινδύνους. Πόντ. Α. Π. αρ. 145: Άπεμπρ' λιμνίν, κι' αποπίσ' θάλασσα -
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
(1951)Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει -
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι -
Σαγιργϊέναν dα 'τία μου
(1951)Κουφάθηκαν τ' αφτιά μου. Όταν οι άλλοι φωνάζουν πολύ. - Ποντ. Δ.Π. Αρ. 113: Εκώφωσες τ' ωτία μ'. -
Σαμού 'ηρανέσκει α ντομάτ' τ' αχίλιν dου λείφτει
(1951)Όταν γερνάει ένας άνθρωπος ο νους του γίνεται λειψός -
Σαμού ες ψωμί, είσαι τσαί πολύ αχιλλούς
(1951)Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος. Δηλαδή : τότε οι άλλοι ακούνε τα λόγια σου, ή σε κολακεύουν πως μιλείς σωστά. Ποντ. Δ. Π. αρ. 170 : Εχεμένον ΄ίνεται και αχουλλής -
Σαμού θωρείς του γοντσή σου τα ίδε ψωρϊέσανε, χαζιλλάτει τσαί συ το χατράνι
(1951)Όταν βλέπεις πως του γείτονά σου τα γίδια ψωριάσανε, ετοίμαζε και συ το κατράμι. -
Σαμού πααίν' σ' όργο σου, μη γρέφ' τη χώρα πα είπει
(1951)Ερμηνεία: Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου, μην κοιτάζεις τον κόσμο τι θα πει -
Σαμού τζο σ' ο νομάτ' παράδε, ατσονdου α να 'σ'χίλι, φαϊτάς τζο 'σει
(1951)Ερμηνεία: Όταν δεν έχει ο άνθρωπος λεφτά, όσο κι αν έχει μυαλό, κέρδος δεν έχει -
Σαμού φήνει τ' άβgο του Έζ Γιώργης σο τσαΐρι, έρτσεται η άνοιξη
(1949)Όταν αφήνει τ' άλογό ο Άι Γιώργης στο λιβάδι, έρχεται η άνοιξη -
Σε 'τόνα 'τι μη κρούς
(1951)Σ' αυτόν αυτί μη ρίχνεις. Μην τον προσέχεις μη δίνεις σημασία σ' ότι λέει. -
Σε μένα του τζο φτάνει το ισανί, να σώσει πουά χρόνες
(1951)Ο άνθρωπος που δε φτάνει σε μένα ( που δε με βλάφτει), να ζήσει πολλά χρόνια , Λεβ. 126 -
Σήν αγκώνα σου κορά, παννίν τζό δίτουν σε
(1951)Κατά το δικό σου πήχυ, παννί δέ σου πουλούν. Δέ μπορεί ο καθένας να βρεί τα πράματαόπως αυτός τα θέλει. Οι πραματευτάδες μετρούσαν τα υφάσματα πάνω στον δικό τους πήχυ κι όχι στού κάθε πελάτη τους το χέρι. Λεβ. 128 -
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια