Πλοήγηση ανά Λήμμα "ήλιος"
Αποτελέσματα 432-451 από 563
-
Πουλούμι τουν ήλιον κι' αγοράζουμι το γκάζ'
(1939)Όταν αφήνουμε και περνάει το φώς της ημέρας, χωρίς να δουλέψουμε και δουλεύουμε το βράδυ -
Πρέπει να πυρώση ο ήλιος απ' το πρωΐ
(1951) -
Πωλεί ήλιο και αγοράζει λαδι
(1906)Ερμηνεία: Δια τοις αργούντας την ημέραν και την νύκταν εργαζομένους -
Ρήχνω του ήλιου πετριές
Ερμηνεία: Επί των καταβαλλώντων κάθε προσπάθειαν εντεινόντων όλας τας δυνάμεις προς επίτευξιν πράγματος τινός -
Σ' αυτόν τον ήλιον άπλωνε τα ρούχα σου
(1918)Εις του πλανώμενον εκ τας ίδιας, τα σχέδια του η μεταφορά εκ του ήλιο , όστις καλύπτεται, συχνά υπό νεφών -
Σ' ένα νήλιο 'πλώθαν οι λαλάδες μας, τα ρούχα dώνε
(1926)Ειρωνία. Λαλάδες = (γιαγιάδες). Π.χ. Συγγενείς είμεστα ξέρεις το ; Ναι , σ' ένα νήλιο κλπ. -
Σ' έναν ήλιο επλώνανε οι μανάδες μας τα ρούχα ντως
(1939)Το λένε σε κείνους που παρουσιάζονται ως συγγενείς, ενώ η συγγένεια τους είναι ελαχίστη -
Σ' έναν ήλιο πλώνανε τα ρούχα ντους
(1949)Για να καταδείξη το μακρυνόν της συγγενείς ατόμων τινών -
Σ' έναν ήλιον επλώθαν τα ρούχα των
(1876) -
Σ' σόν ήλον ήντσαν 'κ' έκαμεν ουδέ 'ς εβόρραν έφαγεν
(1931)Όποιος δε δούλεψε 'ς τον ήλιο μήτε και έφαγε 'ς τον ήσκιο