Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βαφείδης, Θεολόγης Γ."
-
Το κακό λέγορα 'κούγιεται
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το λέγω τε bεθερά, για να τ' ακούσι' η νύφ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το λύκο τον ρώτσαν, - Γιατί έν' ο λαιμός σου χοdρος; - Γιατί φκιάνω τη δουλειά μ' μοναχός
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το μονάστηρ' να 'ν' εν γερό, καλόγερ' πόλλοι!
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Υπάρχοντος κτήματός προς ενοικίασιν, ενοικιαστάς ευρισκόντας ευκόλως -
Το νερό γυρίζ' το μύλο και τα λόγια τον άνθρωπο
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το νερό σα δε θολώσ΄ δε gξεκαθαριάνι΄
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το ξύλο βγήκε 'πε το bαράδεισο
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το παίζ' 'ς τα δαχτύλια τ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το παιδί σα δε gλάψ' η μάννα δε dο δίν' να φάγ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Δια να κατορθώσι τις τον σκοπόν του πρέπει να κοπιάσει πολύ -
Το πολύ το Κυριελέησον το βαριέται κι' ο παπάς
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Το πουλί ο νους dου 'στο κεχρί
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Όταν ομιλή τη περί πραγμάτων τα οποία επιθυμεί -
Το τζαμ μινα φορά να μη ραγίσσ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Τζαμ, λέξη τουρκική = ύαλος κι ιδία η του παραθύρου -
Τον bήρε 'ς το λαιμό τ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Τον gριμάσαν τα χουλιάρια
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Τον gυτάζ' μέσ' στα μάτια
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Τον αγισαραdτ' σαράdα να φας, σαράdα να πιής, σαράdα να δωσσ' για την bσυχησσ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Τον έbτασε το αίμα
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Τον έβαλε στα αίματα
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Τον έχ' σ' τη διαβόλ' το κατάστιχο
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)