Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 40-59 από 105
-
Κατά του αγά και το πεσκέσι
(1939)Πεσκέσι (το) = το κοτσκέσι, το δώρο, το φιλοδώρημα, ειδικά το δώρο για να εξαγοράσης την εύνοιαν του (Τούρκου) αφέντη -
Κεράτωνε τον άντρα σου και μάγια μην του κάνεις
(1939)Υπάρχει η πρόληψη ότι ο άντρας μιας άπιστης γυναίκας χαυνώνεται και “προβατιάζει”, σαν να του είχαν ποτίσει μαγιοβότανο -
Κώλο δέρνεις, κώλο αφίνεις, πάλε κωλαρέντζος είναι
(1939)Όσο κι αν παιδέψεις έναν αναίσθητο, πάλι αναίσθητος θαπομείνει. Κωλαρέντζος, ο = ο τρανός, ο χοντρός, ο αναίσθητος κώλος (σελ. 159, 36) Παραλλαγ. “... πάλι κωλαρέντζος μένει”. Είναι = αντί: είναι, διάβαζε: μένει -
Κώλο δέρνεις, κώλο αφίνεις, πάλε κωλαρέντζος είναι
(1939)Όσο κι αν παιδέψεις έναν αναίσθητο, πάλι αναίσθητος θ' απομείνη -
Λέπ' το λύκο κι αυτός τηράει για τον ντούρο
(1939)Παράβαλε το μύθο του σχολαστικού και του λέοντος. -
Λέπ' το λύκο κι αυτός τηράει για τον ντουρό
(1939)Παρέβαλε το μύθο του σχολαστικού και του λέοντος. Ντουρός (Ο) = τα ίχνη των ποδιών του ανθρώπου ή των ζώων και κυρίως τα ίχνη των θηραμάτων. “Διπλώνει ντουρό, βρίσκει (χανει) ντουρό, μπαίνει στο ντουρό κλπ” Κόβουμε ντουρό ... -
Μάρτης πενταδείλινος και πάλι πεινασμένος
(1939)Πενταδείλινος = κατά του οποίον δειλινίζουν πέντε φορές, 6, 159, 39 -
Με γκαϊδόνε πλάγιασες, το πρωΐ θα γκαϊδίσεις
(1939)Γκαϊδός, η, η = γκαβός, δηλαδή στραβός, τυφλός, αλλήθωρος, γκαϊδίζω -
Με ξένα χέρια φίδια πιάνονται
(1939) -
Ο άνθρωπος με τ' βρωμούλα τ' ζει
(1939) -
Ο διάολος γίδια δεν είχε και τυροβόλια μάζωνε
(1939)τυροβόλι=το πανεράκι από βούρλα μέσ' στο οποίο φτιάνουν τις φορμαέλες, το γνωστό τυρί του Παρνασού -
Ο έλατος φκιάνει καί ψωμόφκυαρο, φκιάν' καί σκατόφκυαρο
(1939)Ψωμόφκυαρο (το) = το φτυάρι μέ τό οποίο φουρνίζουν καί ξεφουρνίζουν τό ψωμί (σελ. 159, 47). Σκατόφκυαρο (το) = τό φτυάρι γιά τις ακαθαρσίες (σελ. 159, 47)