Browsing by Lemma "δανείζω"
Now showing items 28-47 of 66
-
Έεις σφλιά να ξιφλουδίσου; - Στουμ πόλιμου τφέκια δε δανείζνι!
(1925)Παροιμιώδης φράσις, λεγομένη, όταν ζητά τις παρά τινός όργανον ή εργαλείον δια να συντελεύση τι ή και ξένην βοήθειαν -
Εγώ ψοφώ για το ζουμίν τζ' ο άντρας μου δανείζει
(1940)Επί όσων δαπανούσι εις περιττά και δια ξένους και όχι δι' ό,τι απαραίτητον εις τον οίκον των -
Πλούσιος κη του λόου του κη δανείννει κέλα
(1941)Δεν αρκεί ότι είναι πτωχός, αλλά προς επίδειξιν παρέχει και δάνεια -
Σ' τουν πόλιμου τουφέκ' δε δανείζουν
(1911)