Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Σχινάς, Ορέστης Δ."
-
Η πιθιρά για του γαμπρό κόφτ τη μαύρη κότα
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Η πουλλή δουλειά τρώει του νοικουκύρ
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Η πρώτ' η αδιρφή παντρεύ'κι τις άλλις
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Ανάλογον έχουν και οι ισπανόφωνοι Εβραίοι: 'Είν΄ου Σουλουμούς καλός, όλα τα πιδιά καλά γένουντι” Σολωμός δε παρ΄αυτοίς καλείται ο πρωτότοκος -
Η πρώτ΄ γυναίκα είνι σκλάβα, η δεύτιρ είνι κυρά, κ΄ η τρίτ΄ είνι βασίλισσα
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Ήθελα να πέσου, κάτ καλά μι κούντ'σαν
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Επί των καραδοκούντων και την ελάχιστην πρόφασιν δια να αποφύγωσιν εργασίαν τινά -
Ήμαν νιος κι γέρασα
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Ήρθι 'ς τη γειτουνιά μας; Καρτέρα του κι ΄ς τη γουνιά μας
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Ημέρα θρέφ βδουμάδα, βδουμάδα θρέφει μήνα, κι΄ου μήνας θρέφει χρόνουν
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Πολλάκις εκ της εργασίας μιας ημέρας δύναται τις να κερδίση τα αναγκαιούντα δι' ολόκληρον εβδομάδα. Εκ της εργασίας μιας εβδομάδος τα αναγκαιούνταδι' ένα μήνα και εκ της εργασίας ενός μηνός τα απαιτούμενα δι' ολόκληρον έτος. -
Ηυτηνός 'ς του βουτύρου κι ακριβός 'ς τα λάχανα
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Θ πηδήξου τάττα – Θα σι διώ, πιδί μ
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Θα μι γυρίσουν του δαχτυλίδ
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Θα σί κάμου αίμα να χέης
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Θαματουργούν τα κόσκινα κι πέφτουν οι πυκνάδις
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Οσάκις δι' ασήμαντον υποθέσιν υπόθεσιν δημιουργείται πολύς θόρυβος. Πυκνάδης = κόσκινα με μικροτέρας και πυκνοτέρας οπάς -
Θέλ' άλειμμα ου αραμπάς
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Θέλ' διάβασμα
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Θέλ' ν' αγιάσ', αμα οι διαβόλ' δεν τουν αφήνουν
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Θέλουντας ου βλάχους, μη θέλουντας ζουγράφους, φόρισι κι σύ Χριστέ μ, κόκκινα παπούτσια
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Επί του παρά την ιδίαν του θέλησιν πράττοντός τι ένεκεν ανωτέρας διαταγής. Ο μύθος ότι ο βλάχος τις παρήγγειλεν εις τίνα ζωγράφον να ζωγραφήση τον Ιησούν Χριστόν φορούντα ερυθρά υποδήματα. Ο ζωγράφος εις μάτην προσεπάθησε ...