Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Άγνωστος συλλογέας"
-
Δε τον κόσμο, γίνου κόσμος
Άγνωστος συλλογέας -
Δε φεύγει το κακό, α' δεν περοσέξη
Άγνωστος συλλογέας -
Δε φυτρώνουν τα σκόρδα
Άγνωστος συλλογέας -
Δε χρειάζεται πολύ πιπέρι
Άγνωστος συλλογέας -
Δε χρώμα και κρίνε καρτίαν
Άγνωστος συλλογέας -
Δέ μπορώ να ξύσου του δόντι μ'
Άγνωστος συλλογέαςΗ φρ. λέγεται όσες φορές θέλουμε να δηλώσωμε, ότι από τις πολλές ενοχλήσεις και κατασκοπεύσεις των φίλων δέ λαβαίνουμε καιρό, το ελάχιστο να μείνωμε μονάχοι μας -
Δέ σου δίδω, γρά, ψωμί. Βρέξε μού το στό ζουμί. Δέ σού δίδω σκιασυλιάς! Βρέξε μού το σκιάς καλά!
Άγνωστος συλλογέας (1892)Περί των ζητούντων πολλά, ενώ δεν χορηγούν τα αυτοίς ουδ' ολίγα -
Δέκα μέτρα τζ' έναν κόβκε
Άγνωστος συλλογέας -
δέκα οκάδες πρόκα πουλησε
Άγνωστος συλλογέας -
Δέκα παιδιά, δέκα κουμπάροι
Άγνωστος συλλογέας -
δέκα πεινασμένοι κι μπορούνε να σηκώνουν άτο
Άγνωστος συλλογέας -
Δέκα ρουμελιώτικες, πέντε μοραΐτικες
Άγνωστος συλλογέας -
Δέκα του λαγού και μιά του κυνηγού
Άγνωστος συλλογέας -
Δέν έχει ένα λεφτό
Άγνωστος συλλογέας -
Δέν έχω λεφτά γιά πέταμα
Άγνωστος συλλογέας -
Δέν είναι για τα δόντια σου
Άγνωστος συλλογέας (1892)Σού ή τού. Ερμηνεία: Είναι ανώτερον των δυνάμεών του