Πλοήγηση ανά Λήμμα "μάννα"
Αποτελέσματα 147-166 από 651
-
Η μάνα, εμ μάννα
(1940) -
Η μάννα βαστάει τα γόνατα κ' η αδερφή τις πλάτες
Ερμηνεία: Επί της φιλοστοργίας των μητέρων και αδερφών -
Η μάννα βγάνει τ' όνομα κ' η γειτονιά το σέρνει
(1890)Ερμηνεία: Τα ελαττώματα και αι κακίαι υπό των οικείων καθίστανται γνωσταί τοις ξένοις -
Η μάννα είναι η ψυχή του σπιτιού
(1910) -
Η μάννα είναι χρυσό πάπλωμα
(1938)Ως συμβουλή εις τας αυστηράς μητέρας αι οποίαι δεν συνεχώρουν τας παρεκτροπάς των θυγατέρων των -
Η μάννα εμ μάννα τ' ουρανού τζ' ο τζύρης εσ σκλινίτζιν, τζ' άμα του δόξη του τζύρου, μπαίννει μέσ' στο κατζίν
Ερμηνεία: Παροιμία εμφαίνουσα την μητρικήν στοργήν και την αξία της μητρός, η οποία ουδέποτε εγκαταλείπει τα τέκνα -
Η μάννα εν αγέννετος και μίαν γεννισκάται
Αγέννετος = ο μη αύθις γεννώμενος, γεννισκάται = μιαν φοράν γεννάται η μάννα -
Η μάννα εν αγέννετος και μίαν γεννισκάται
(1874)Ερμηνεία: Παροιμία δηλούσα το προσφιλές της μητρός -
Η μάννα εν γλυκίν κρασίν έμνοσιον παξιμάντιν που πίνει άτο ξα κι μεθά που τρώγει α κι χορτάζει
(1874)Η μήτηρ γλυκή έστιν οίνος, ηδίς διπυρίτης άρτος ο πίνων ο πίνων αυτού ουδόλως μεθύει, ο τρώγων ου κορέννυται -
Η μάννα εν' γλυκύν κρασίν, έμνοστον παξιμάτιν, που πίν' ατο ξαι κι μεθύ, που τρώει α κι χορτάζει
(1929)Η μάννα είναι γλυκό κρασί, νόστιμο παξιμάδι, εκείνος που το πίνει δε μεθά, που το τρώγει δε χορταίνει