Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π."
-
Κιμάτι μι τς κόττις κι σ'κώνιτι μι τς γάτις
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Ερμηνεία: Επί των επιρρεπών εις πολυϋπνίαν -
Κόψι ξύλου, φκειάσι Γιώργου, κι αν ρουτάς κι για του Γιάνν΄; Απ' ότ' ξύλου θέλεις κάν'
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1916) -
Κουλνάει σαν η κουλτσίδα
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Ερμηνεία: Επί των ιδιοτελώς και μετ' αδιακρισίας προσκολλυμένων εως τινα -
Κουντά στου μουσαφίρ' καλουπιρνάει κι' ου ν'κουκύρς
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Μετλεχων της δια τον ξενιζόμενον ετοιμασίας -
Κουρέφτης κι ψαλδιστκι
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Ιδία επί συζύγων ατυχησάντων εν τω εαυτών γάμω και συζυγικώ βίω -
Κτσοί στραβοί στουμ Παντιλέημουνα
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1916)Η λέξις παρ' ημίν επί της σημασίας του τυφλός δεν είναι εν χρήσει, αλλ' αντ' αυτής η λέξις γκαβός, γκαβώνου, γκάβουμα, αλλά και τύφλα, ιδίως εν ταις αραίς “τύφλα να σι μάσ΄”. “Όντα θέλ΄η νύφ΄κι΄ου γαμπρός, τύφλα ναχ ου ... -
Λάτι, φρόνμ', να φάτε του βιό τ ξουρλού
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Ερμηνεία: Επί των πάνυ ελευθερίως και φιλοξένως παρεχόντων εσιάσεις και διασκεδάσεις συχνάς και δαπανηράς εις πονηρούς κόλακας εκμεταλλευομένους και διαθρύπτοντας επιτηδείως την ελευθεριότητα αυτών -
Μ' πήρι τ' αυτιά
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Και άλλως: “μι ξικούφανε” επί των πολύ και ισχυρά τη φωνή φλυαρούντων -
Μάς βήκαν δλειές μί φούντις
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1915) -
Μάτια π' δε γλέπουντι, γλήγορα λησμονειούντι
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910) -
Μέσ' 'ς τμ πίττα πάτ'σις
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Ειρωνικώς επίτων λεγόντων άτοπα, άκαιρα, ατυχή -
Μελαχροινή κι νόστιμη σανγ κότσα με λειμόνι
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910) -
Μη γιλάς γιατί σ' φαίουντι τα δόντια
Αναγνωστόπουλος, Γιώργος Π. (1910)Ειρωνικώς προς γελώντας σαρκαστικώς εις βάρος τίνος ή απλώς χάριν αστειότητος