Browsing by Place recorded
Now showing items 144-163 of 757
-
Είσαι σαν αγκάθι από παλιούρι
(1951)Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια -
Εν gαό τυρί, άμα εν' σου στσυλλού το Δερμα πατεμένο
(1951)Είναι καλό τυρί, αλλά είναι βαλμένο μέσα σε σκυλίσιο δέρμα -
Εν αβούτσι αν τζείνο το στσυλλί, του 'αλεί πολύ τσαι τζο πορεί να δάτσει
(1951)Ένας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δε μπορεί να δαγκάσει -
Εννήθης σο χαμό
(1951)Γεννήθηκες στο χαμό. Εγεννήθης χάση φεγγαριού. Είσαι χαμένος άθρωπος. Τόλεγαν κι ερωτηματικά: Σο χαμό εννήθης; Για το χαρακτήρα του ανθρώπου έχει σημασία, λένε, η μέρα που γεννήθηκε -
Ενόμαστ' αδά, 'α ψοφήσουμ' αδά
(1951)Εδώ γεννηθήκαμε εδώ θα πεθάνουμε. Λεγόταν με πείσμα σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής, στην αντίσταση π.χ. Στους Τούρκους που ερχόνταν να τους επιτεθούν -
Ενόσουν ανdί Μουρμούτ'
(1951)Έγινες σα Μουρμούτης, Στους πολύ μεθυσμένους. Ήτανε στα φάρασα ένας Μουρμούτης, που γυρνούσε πάντα μεθυσμένος -
Ενόσουν μέλι, ΄ενόσουν σοκάρι, μας τζο κώθεις να μέζ γρέπ΄
(1951)Έγινες μέλι, έγινες ζάχαρη, εμάς δε γυρίζεις να μας δεις. Τόλεγαν σ΄ έναν που μεγάλωσε κι έγινε ακριβοθώρητος -
Ενόσουν τσαι συ ισάνι τσαι κατζέφ' γνένdα μου!
(1951)Έγινες και συ άνθρωπος και μιλείς μπροστά μου! -
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους! -
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
(1951)Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες -
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
(1951)Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις -
Ζ΄ ναίκας σό ράμμα μη κρεμϊέσαι· α σε πνίξει
(1951)Στης γυναίκας το σκοινί μην κρεμιέσαι͘ θα σε πνίξει. Να μη πιστεύεις ούτε να δένεσαι με γυναίκα. Είχαν, λέει, οι γυναίκεςπου έβγαιναν στο βουνό για ξύλα ή για χόρτα, μιά τριχιά μαζί τους πάντα. Αυτό ήτανε το ράμμα. Πόντ. ... -
Ζάντζες 'ενόσουν στσυλλί, ξείλτσες σ' αν gαό αβλίχι
(1951)Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ' ένα καλό κυνήγι -
Ζη σον όηλον bίσου
(1951)Ζη πίσω από τον ήλιο. Για κείνον που κρύβεται από τον κόσμο η που ζει δυστυχισμένος -
Ζούλεπ' την gαζβάρα, να γλυμήσει το ΄φτάλμε σου
(1951)Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σσυ. Όταν έκανες καλό κ' έβρισκες κακό. Λεβ. 33- Πόντ. Α. Π. αρ. 1262: Πεσλέεψον κορώναν, ας κρούη κ' έβγαλλ' τ' ομμάτια σ'.