Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Σχινάς, Ορέστης Δ."
-
Δεν αδειάζου να φάου ψουμί
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δεν γριά μόν' σουφρούμεν'
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Ερμηνεία: Λέγεται και όταν τινές το αυτό εκφράζωσι διαφοροτρόπως -
Δεν είδα χαϊρ απ' τα μάτια, κι θα διω απ' τα φρύδια;
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Λέγεται ως απάντησις όταν αποθανόντος του προστάτου οικογενείας τινός παρηγορώμεν αυτήν συνιστώντες να ελπίζη ανακούφισιν των δεινών της υπό των μικροτέρων μελών αυτής -
Δεν είνι για τα δόντα σ
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δεν μπήκαν οι μέρις 'ς του σακκί
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Συνιστάται δι' αυτής υπομονή προς τους ανυπομονούντας -
Δίνι μί τα χέρια, κί πλάλα μί τα πουδάρια
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Διε του bαbά, παρ του γιο. Διε τη μάννα, παρ τη θυγατέρα
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Οι υιοί αποκτώσι τας αρετάς και τα λαττώματα του πατρός, αι δε θυγατέραις τα των μητέρων των -
Διμένου τσιουβάλ', πού ξέρς τί έχ' μέσα;
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Διπλό δέ φτάν', μουνό πιρισεύ'
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δισπότ' αλλάζουμι ή γάιδαρου σαμαρώνουμι;
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δλειά δλειά μή μόν μούτρα κί κουλιά
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δό μ, κυρά μ, τούν άντρα σου, κί κράτα σύ τούν κόπανου
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δούληυ', κακόμοιρι, δουλειά να μη σι λείπη
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δούληυι 'ς τα νιάτα σ', να χς ΄ς τα γιράματα σ
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δουλειά μ' αγγαρειά δέ γένιτι
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δουλεύουν τα βόδια κι τρών τα γουμάρια
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δυό κι δυό κάνουν τέσσερα
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δυό κωλ' 'ς ένα βρακί δεν μπαίνουν
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δυό πουδάρια 'ς ένα παπουτσ' δεν μπαίνουν
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911) -
Δώδικ' Απόστουλ' ήταν κι κάθι ένας είχι του πόνου τ
Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)Της αυτής εννοίας έχουν και οι τουρκοι την εξής: “Χερ κες dερτί ιλέ dερμεντζή σουί ιλέ” = καθένας με τον πόνο του κι' ο μυλωνας με το νερό του