Πλοήγηση ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 103-122 από 700
-
Γάιδαρο σκουντάς, πορδαίς θ' ακούσης
(1920) -
Γάιδαρο τσικλάς πορδαίς θ' ακούσης
(1921) -
Γάιδαρον πή κ' έχ' ς σο κερβάν' κι ταράεται
(1929)Όποιος δεν έχει γάιδαρο δεν ανακατώνεται ΄ς το καραβάνι -
Γάιδαρος δεμένος, Αγάς θερακθεμένος
(1962) -
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος ανεφορεί και σέλα
(1938)Αυτός που δεν έχει αξία, όπου κιαν φτάση πάλι δε θέλη αξία -
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος ανι φορεί και σέλα κι η – γι – άσημη γκια στολιστή δε γίνεται κόπελα
(1937)Κόπελα = όμορφη -
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος κι αν ηφορεί και σέλα
(1952)Ηφορεί = φορεί (ευφωνικό), ο πρόστυχος και σε αξιώματα ν' ανέβη, πρόστυχος μένει