• Ώρας δουλειά, χρόνου αναμελιά 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1952)
    Αναμελιά = αμέλεια. Αναβάλλουμε καμιά φορά, ολόκληρο χρόνο, κάτι πού θά τελείωνε μέσα σε μία ώρα