Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λιουδάκη, Μαρία"
-
Ψηλός άντρας απόστολος, κοντός χαμουτσουκάρα, κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή χαλαμαντάρα
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Χαμουτζουκάρα = μικρός θάμνος -
Ψωμί δεν έχομε και ραπανάκια για την όρεξη
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ψωμί στο μονατσήρι, καλογέροι όσους θέλεις
Λιουδάκη, Μαρία (1937) -
Ώρας δουλειά, χρόνος περνά
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ώρας δουλειά, χρόνου αναμελιά
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Το λέν όταν αναβάλλει κάποιος κάτι πού μπορούσε να τελειώση γρήγορα -
Ώρας δουλειά, χρόνου αναμελιά
Λιουδάκη, Μαρία (1937) -
Ώσαμε που θερίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη και σαν αποθερίσαμε που σ' είδα βρε κασίδη
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Ώσπου τρώει έρχεται, κατόπιν όχι -
Ώσαμε που θερίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη και σαν αποθερίσαμε που σ' είδα μπρε κασίδη
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Ίσαμε νάχης την ανάγκη κάποιου τον περιποιείσαι -
Ώσπου ν΄ ανεβοκατέβη του Τούρκου το σπαθύ ο Θιός ρεμέδιο κάνει
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Ώσπου να μας έρθη κακό έχει ο Θεός να το προλάβη -
Ως κάν' ήμουν αργιομοίρα σκιάς καλόν άντραν επήρα
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ως τ' αγι - Αντωνιού, τρυγόνα, είν' η γούρια του χειμώνα
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ως τα Νικολοβάρβαρα κι οι τοίχοι βράζουνε
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ως τα Νικολοβάρβαρα, ακόμ' οι τοίχοι βράζουν, κι από κενά κι οπίσω βάζουν
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ως τα Φώτα σπέρνε στάρι κι ως τ' Αγι – Αντωνιού κριθάρι
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Ερμηνεία: Πέρα απ' αυτό τον καιρό δε σπέρνουνε, γιατί δε γίνεται μήτε το σιτάρι, μήτε το κριθάρι -
Ωστό να ρθη του κουζουλού ο νους πάει η προβιά ντου στου νταπάκη
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Νταπάκη = γναφείς -
Ωστό νάρθη η γνώση πάει το γρόσι
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Όταν έχης την ευκαιρία να κάμης ένα καλό, δεν έχεις μυαλό, κι άμα έρθη το μυαλό δεν έχεις την ευκαιρία.