Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 247-252 από 252
-
Φογάται να 'χέζ γιαμ πεινα
(1918)Φοβάται να κάνει την αναγκη του για να μη πειναση. Γιαμ. Μόρ. Ερωτημ., μήπως ώστε κυρίως : μήπως πειναση. Σαρκαστικώς επί του φιλαργύρου -
Φυσά και πορπατεί
(1918)Ερμηνεία: Επί του κομψευομένου, ο οποίος πορευόμενος οιονεί φυσά διά να απομακρύνη τον κονιορτον από τα ενδύματά του -
Χολά 'σκουμαι; κρούγω σε χαλά 'σκεσαι; κρούγω σε
(1918)Κ. Μ. 93: Θυμώνω; σε δέρνω. Θυμώνεις; σε δέρνω