• Το 'καμες ρόϊδο 

    Τρουπής, Θεόδωρος (1959)
    Έκαμες κάτι ανάξιο λόγο
  • Το κάνω ρόϊδο 

    Νίτσος, Νικόλαος (1926)
    Το μεταχειρίζονται ειρωνικώς, οίον: τώκαμες ρόϊδο = το πρόκοψες, το επέτυχες
  • Τόκανε ρόϊδο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται ειρωνικώς περί εκείνου ο οποίος απέτυχε παταγωδώς εις μίαν εργασίαν ή υπηρεσίαν