Πλοήγηση ανά Λήμμα "μυρίζω"
Αποτελέσματα 89-107 από 107
-
Τα νύχια μου εμυρίζουμουν εγώ;
Εις εκφράζοντα απορίαν πως τις αγονεί συμβάντα, ούτος λέγει την παροιμίαν, “πως ηδυνάμην να το μυρίζω, έπρεπε να το μαντεύσω, να μυρισθώ τα νύχια μου;” -
Τα νύχια μου εμυρίζουμουν εγώ;
Ερμηνεία: Όταν τις απορή διά τινά άλλον μη έχοντα είδησιν και γνώσιν συμβεβηκότως τινός, ο άλλος λέγει πώς ηδυνάμην να το γνωρίζω ή να το μαντεύω; Έπρεπε να οσμηθώ των ονύχων μου; -
Το μυρίσθη κι' εγγαστρώθη
(1876)