Πλοήγηση ανά Λήμμα "δουλεύω"
Αποτελέσματα 360-373 από 373
-
Τα χτηνά που δουλεύκεις να τα ταΐζης ο ίδιος
(1940)Άλλοι από ημάς δύνανται να μας ζημιώσωσι αμελούντες την εργασίαν μας -
Τις άσπρες μέρες δούλευε νάχης να τρώς τις μαύρες
(1958)Εννοεί να εργάζεται κανείς τις καλές ημέρες για νάχη να τρώη τις κακοκαιριές -
Το χωραφάκι μου δουλεύγεται, το χωραφάκι μου πλερώνει
(1963)Λέγεται, όταν ένας καλλιεργητής συμπληρώνη από την συγκομιδή κρυφά ή φανερά την αμοιβή του ή τα έξοδα του, που αρνήθηκε ή παραμέλησε να του πληρώση ο ιδιοκτήτης. Το χωραφάκι μου = λέγεται σε όλα τα πρόσωπα -
Του κώλου δούλεψες μάστορα, χρευτεύοντας θα πάρης τους παράδες
(1902)Ερμηνεία: Όπως τις εργάζεται ούτιν και ανταμείβεται. Οι κτίσται εργάζονται καθήμενοι κ' ως επί το πλέιστον ούχι ειλικρινής διος και μετά δυσκολίας λαμβάνουν την ανταμοιβή των