Πλοήγηση ανά Λήμμα "δουλεύω"
Αποτελέσματα 347-366 από 373
-
Σα δ'λεύω κι π'νώ, κάθομαι κι π'νώ
(1938)Όταν κανείς εργαζόμενος αμείβετο γλισχρώς ή ειργάζετο επί πιστώσει -
Σαν τον δκύλον δουλεύγει
(1876) -
Σαν του σκυλί δουλεύ'
(1911) -
Σε δούλεψα, με πλέρωσες, σπολλαίτη των χεριών μου
(1952)Έρισσος. Σπολλαίτη = ευχαριστίες (από το εκκλησιαστικό εις πολλά έτη, δέσποτα). Για τα λεφτά που μου 'δωσες, ας είν' καλά τα χέρια μου, δεν πρέπει να μου το λές διαρκώς για ευεργεσία -
Στα είκοσι θα δουλέψης, στα τριάντα θα κάμης, στα σαράντα θα 'χης. Δε δούλεψες, δεν έκαμες, δεν έχεις
(1952)Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή. Στα είκοσι = χρόνια σου -
Τα χτηνά που δουλεύκεις να τα ταΐζης ο ίδιος
(1940)Άλλοι από ημάς δύνανται να μας ζημιώσωσι αμελούντες την εργασίαν μας -
Τις άσπρες μέρες δούλευε νάχης να τρώς τις μαύρες
(1958)Εννοεί να εργάζεται κανείς τις καλές ημέρες για νάχη να τρώη τις κακοκαιριές -
Το χωραφάκι μου δουλεύγεται, το χωραφάκι μου πλερώνει
(1963)Λέγεται, όταν ένας καλλιεργητής συμπληρώνη από την συγκομιδή κρυφά ή φανερά την αμοιβή του ή τα έξοδα του, που αρνήθηκε ή παραμέλησε να του πληρώση ο ιδιοκτήτης. Το χωραφάκι μου = λέγεται σε όλα τα πρόσωπα