Πλοήγηση ανά Λήμμα "έχω"
Αποτελέσματα 1117-1136 από 1333
-
΄Σ σο κιφάλι του φέσι ΄κ΄ έχει και ΄ς τον κώλο του καλούπι υρεύει
(1931)Γυρεύει. Ινεπ. Επί πτωχού επιδεικνυομένου -
Σα bού μέχεις, σέχω
(1963)Λέγεται, όταν μας παραπονείται κάποιος πως δεν τον αγαπούμε, δεν τον εκτιμούμε, δεν τον φροντίζομε, ενώ κι΄ εκείνος κάνει το ίδιο για μας -
Σά δεν έχουμε ψωμί, ας φάμε το προζύμι
(1938)Όταν είναι ανάγκη χρησιμοποιεί κανείς και πράγματα των οποίων την έλλειψιν θα αισθανθή εις το μέλλον -
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
(1951)Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει -
Σάν έχης μπέσα, πας
(1962) -
Σαμού ες ψωμί, είσαι τσαί πολύ αχιλλούς
(1951)Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος. Δηλαδή : τότε οι άλλοι ακούνε τα λόγια σου, ή σε κολακεύουν πως μιλείς σωστά. Ποντ. Δ. Π. αρ. 170 : Εχεμένον ΄ίνεται και αχουλλής -
Σαν δεν έχης λαρδί, πέρασε με το φαΐ
(1876)