Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Πουλίτση, Δήμητρα"
-
Σ' έστειλα μαμμή, κι έκατσες λεχώνα.
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Σαράντα Γαραντζιέοι 'να γάϊδαρο φορτώνανε και πάλι λέγανε: Ανάθεμα στη μοναξιά
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Σήκω συ, να κάτσω 'γώ!
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Στην ακρίβεια του νερού καλό και το χαλάζι
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Στο μπίτι και στ' ολότελα καλή είν' κι η Παναγιώταινα
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Σώπα συ, να κρίνω 'γω
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Τα ξένα χέρια απεύουνε αλλά δε θεραπεύουνε
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί πουλιέται, και τ' αρφανά κουρεύονται κι οι χήρες κονομιώνται
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Της αβανιάς το γέννημα στον μποντισμένο μύλο
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Τι είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Το γύφτο τον πηγαίνανε για βασιλιά κι εκείνος έλεγε ''ρίκια για κάρβουνα''
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Το λύκο τον κουρεύανε: πούθε παν' τα πρόβατα
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Το Σαββάτο που σημαίνει, τώρα πρόκοψε η καϋμένη! Και την Κυριακή ερώτα: “Κάνακε, κυράδες, ρόκα;”
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Το σύκο κάτω απ' τη συκιά θα πέση
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Του καθενού η πορδή, είναι μόσκος
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Τσουβάλι αδειανό δε στέκετ΄ορθό
Πουλίτση, Δήμητρα (1940) -
Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι
Πουλίτση, Δήμητρα (1940)