Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ."
-
Πάει σαν Αγούδουρας
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Παπά παιδί διαόλου 'γγόνι
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Παρμός τσι πόλης, λευτερωμός τσι Κρήτης
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. -
Πατινιώτικο κεφάλι
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. -
Πέρπυρο, πέρπυρα = Νόμισμα (ιστορ λέξις)
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Πότε 'γίνη η κολοκύθα, πότε μάκρυνε ο λαιμός τση
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Ποπανωθιός του κερατά ξυλιές του βγαίνουν κι όλας
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)Ποπανωθιό = ποπάνω, εις επίμετρου -
Ποπανωθιός του κερατά ξυλιές του βγαίνουν κιόλας
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Ποπανωθώς του κερά ξυλιές του βγαίνουν ευκόλας
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)Ποπανωθώς = επιπλέον, επί επιμέτρου -
Που γεννηθή στη φυλακή τση φυλακής θυμάται
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Που πάρη χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν' στο διάολο κ' η κακουδιά (ασχήμια) του μένει
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)Πέρπυρα = υπέρπυρα – κακουδιά = καχεκτικός -
Σα δε θέλει να ζυμώση, πέντε μέρες κοσκινίζει
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. -
Σα σαραντίση το παιδί, δαιμώνους δε φοβάται
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)