Πλοήγηση ανά Λήμμα "κώλος"
Αποτελέσματα 177-196 από 283
-
Να ιδής τούγ κώλου σ'
(1915)Εκφοβιστικώς πως = Να δοκιμάσης την δύναμίν σου, και επί τετελεσμένου -
Νάχε κότσαλο στον κόλο
(1958)Παροιμία εννοεί πως λερώνεται από τον πολύ του φόβο. Ίσως το κότσαλο του καλαμποκιού να συνεκράτει το κακόν -
Ντο ένοιξες τογ κώλο σ κ' ερρούξες απ' οπίσου μ;
Τι ανοίξας τον πρωκτόν ή τι γυμνώ τω πρωκτώ καταδιώκεις με; -
Ο κάθε κώλος στα βρωμερά του πέττεται
(1876)Ο κάθε κώλος στα βρωμερά του (στις πορδαίς του) πέττεται -
Ο κόλος ο τίτσυρος είδεν το βρατζίν τζι εσιέστην
(1953)Δια τους ασυνήθιστους εις κάτι, δια τους πρωτόπειρους