Πλοήγηση ανά Λήμμα "γυμνός"
Αποτελέσματα 21-30 από 30
-
Νηστικός στήκνεις· ΄υμνός τζο πορείς να σταθείς
(1951)Νηστικός στέκεσαι· γυμνός δε μπορείς να σταθείς -
Ο γδυμνός τον πεινασμένον
(1876) -
Ο υμνός φεύgει ση γωνία, ο νησιτκός βγαίνει σο θύρι
(1951)Ο γυμνός φεύγει στη γωνία (του σπιτιού), ο νηστικός βγαίνει στην πόρτα. Έχει την ίδια έννοια με την προηγούμενη. Τις έλεγαν σα δικαιολογία όταν ξόδευαν κάτι για να ντυθούν. Την έλεγαν κι αλλιώς. Ο ύμνος φεύgει πέσου, ο ... -
Χίλιοι γδυμένοι δε ντύνουν ένα γυμνό
(1889)