Πλοήγηση ανά Λήμμα "σακκί"
Αποτελέσματα 70-89 από 140
-
Με σακκί δικό του δεν πήγε στον μύλο
(1889) -
Μες σε χάρβαλο σακκί, θέλεις βάλεις, θέλεις μη
(1940)Τη λένε για τους σπατάλους και τους αχόρταγους -
Μπήκε ή τον έβαλε στο σακκί
Μια των δεινών ποινών κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήτο να σακκισθή τις, τεθεί δηλαδή εντός σάκκου μετά βαρέος λίθου να ριφθή εις την θάλασσαν και να πνιγή. Όστις έμπαινε στο σακκί φυσικά υφίστατο ανεπανόρθωτον συμφοράν -
Ούτσι, ούτσι, να σε βάλω στο σακκί!
(1926)Αυτό θάταν κομμάτι από καμμία ιστορία κι έχει μείνει ως είδος παροιμίας -
Ούτσι, ούτσι, ναbης (ή να σε βάλω) στο σακκί
(1963)Λέγεται, όταν βαθμιαίως επιτύχη κανείς κάτι και μάλιστα ξεγελώντας έναν άλλον -
Πένdι δέκα στη σακκούλα – καλημέρα γυναικούλα
(1915)Ερμηνεία: Επί των ταχέως επανερχομένων εκ του ταξειδίου -
Πέντε δέκα ς' τη σακκούλα. Καλώς σ' κύρα γυναικούλα
(1903)Ερμηνεία: Συνήθεια πολλών ξενιτευμένων οίκης μόλις κερδίζουν ελάχιστα επιστρέφουν οίκαδε