Πλοήγηση ανά Λήμμα "μυρίζω"
Αποτελέσματα 29-48 από 107
-
Θα μυρίζεσαι, να νοιώθης
(1876) -
Κρομμύδιν τζο 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
(1951)Κρεμμύδι δεν έφαγα, για να μυρίσει το στόμα μου -
Μύρισε κυρά, μύρισε αφέντη
(1950)Η φράσις λέγεται επί ελαχίστης ποσότητος φαγητού, το οποίον είναι διά να το οσφρανθή τις μόνον -
Μυρίζει χωματίλιες
(1879) -
Μυρίσ' αφέντη μυρίσου κεράτσα
Ερμηνεία: Επί των προσφερόντων εις τινά ελάχιστον μέρος του όλου πράγματος