Πλοήγηση ανά Λήμμα "μάστορης"
Αποτελέσματα 17-36 από 52
-
Κατά το μάστορ' και τα τσιράκια ττ΄
(1917)Μάστορς σημαίνει τον τεχνίτην εκ του μαϊστωρ (magisfer), τσιράκι δε λέξη τούρκικη και σημαίνει τον μαθητευόμενον -
Μάστορας ένι κατσίκας κώλος που κάνει κομπολόγια, χωρίς καλούπι
(1938)Το λεν όταν πούνε κάποιον μάστορα -
Μί τα μωστάκια μάστουρας κι μι τα γένεια κάλφας
(1915)Ερμηνεία: Επί υποβιβασμού της κοινωνικής θέσεως σύν τη παρόδω του χρόνου -
Πότε θα γίνω μάστορας να φάγω πράσου κεφάλι;
Ερμηνεία: Επί των θεωρούντων και τα ελάχιστα πολλού λόγου άξια και επιθυμούντων των απόλαυσιν αυτών