Πλοήγηση ανά Λήμμα "δουλειά"
Αποτελέσματα 393-412 από 752
-
Θώρε τήδ δουλειάσ σου, να μέν εύρης τόμ πελάσ σου
(1940)Ο ενδιαφερόμενος δι' ό,τι αφορά αυτόν αποφεύγει ενοχλήσεις και ευθύνας -
Κάθε δουλλειά έστι τήρ ρέουλάν της
(1930)Ρέουλα (η) = τρόπος, μέθοδος, κανονικός τρόπος, κανονισμός, κανών -
Κάθι δ'λειά θέλ'ει του μαστουρή τ'ς
(1959) -
Κάνει τη δουλειά του
(1889) -
Κάνουμε τή δουλειά σκαφτοσκάλι
Εργάζονται το έργον επιπολαίως. Είναι γνωστόν ότι ο αγρός σκάπτεται και μετά τινά χρόνον σκαλίζεται πολλάκις όμως αναγκαζονται οι γεωργοί και τάς δυο ταύτας εργασίας συχρόνης να καμώσι, να σκαλώσι και να σκαλισώσι. Ενταύθεν ... -
Κάνω ασημένια τή δλειά
Κάνω ασημένια τή δλειά και κερδίζω. Ερμηνεία: Κερδίζω πολλά δαπανήσας εις ακαθηκά και εις δώρα -
Καένας δλειά δεν είχιν ταρχίδια τ' ζυιάζιν
Ο οκνηρός και γελοιοτάτους λόγους δύναται να φέρη ίνα αποφύγη εργασίαν τινά. n/dc παροιμ. 155 -
Καλό φαΐ άφηνε, και δουλειά μήν αφήνεις
(1938)Τη δουλειά μήν την αφήνεις, γιατί άμα την παραμελήσης δέ γίνεται εύκολα -
Κανέναν δ'λειά δεν είχεν τα ζυτιάζην τα ξιζυτάζην
(1939)Επί ασχολουμένων εις εργασίαν άνευ προσόδων -
Καρδιά πό' χω γιά δουλειά και πότε να νυχτώση
Επί των δήθεν δεικνυόντων πορυμίαν πρός εργασίαν. Καρδιά ή καρδούλα