Browsing by Lemma "Τουρκεύω"
Now showing items 11-16 of 16
-
Μ' ευτάς με και τουρκίζω
(1929)Μη με κάνης και τουρκεύω. Κοτ. προς τον λίαν οχληρόν. Εκ μεταφοράς του αναγκαστικού εξισλαμισμού τω Χριστιανών προς αποφυγήν των βασάνων. -
Ο βοσκός σαν ξεβοσκίση, αλλοίμονον στους βοσκούς κι ο Χριστός σαν τουρκέψη, αλλοίμονον στους Χριστιανούς
(1876)δια τους Τουρκοκρήτας